- αγνάντιος
- -α, -ο [επίρρ. αγνάντια]1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρινός, αντικριστός2. το ουδ. ως ουσ. το αγνάντιοα) θέα από μακριά, αγνάντεμαβ) ύψωμα από όπου βλέπει κανείς τη γύρω περιοχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγνάντια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 411 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χασίων. * * * και αγνάντι επίρρ. απέναντι, αντίκρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά: τα εναντία > *ταϊνάντια > *ταjνάντια… … Dictionary of Greek